- σιδηροπώλης
- ο хозяин магазина скобяных изделий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηροπώλης — ο, ΝΑ ο πωλητής σιδήρου ή σιδερένιων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πώλης*] … Dictionary of Greek
σιδηροπῶλαι — σιδηροπώλης ironmonger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
σιδεράς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.), στην επαρχία Κοζάνης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (29 τ. χλμ.,318κάτ.). * * * ο, Ν [σίδερο] 1. πωλητής σιδερικών, σιδηροπώλης 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ή διορθώνει σιδερένια… … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σιδηροπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης σιδερένιων και, γενικά, μεταλλικών σκευών και εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. σιδηροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek